|
ο 1) архит. антаблемент; 2) зубчатый верх стены #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово антаблемент? — θριγκός как на (ново)греческом будет слово зубчатый верх стены? — θριγκός как с (ново)греческого переводится слово θριγκός? — антаблемент, зубчатый верх стены — γλυκοφίλητος — ολισθηρότητα — ξεκαρφώνω — ακυβέρνητα — μαούνα — αχθοφορία — τρώκτης — επαρμένος — κυβερνοχώρος — Σταμάτιος — τσαλακώνομαι — χυδαΐζω — άμεικτος — κουμπωμένος — βοηθητικός — στρεψόδικος — υδροστατική — πρωτοποριακότητα — πενηνταριά — λαπαδιάζω — αποπωματίζω |
|||