|
η лье (мера длины) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лье? — λεύγα как с (ново)греческого переводится слово λεύγα? — лье — φαρικός — αποκοσκινίδια — εξεπλάγην — απρόσιτος — εικονογραφία — ξιφασκία — ένας — ξεζεύγομαι — σακχαρίνη — τανύν — αναρπάζομαι — περάτωση — επανωκαλύμμαυχο — ρηχά — αμαξηλάτης — αρτοζαχαροπλαστείο — κακοβουλία — μάτς — επέθεσα — κατάμπροστα — αγοήτευτος |
|||