Новогреческий словарь
αυτόγραφο
αυτόγραφο
το
автограф
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
автограф
? —
αυτόγραφο
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυτόγραφο
? — автограф
#
(ново)греческий словарь
—
ημερονύκτιο
—
πορνόσπιτο
—
ψεύστης
—
ανέντροπος
—
πονηρό
—
σπιτονοικοκυρά
—
διέπηξα
—
αφροστεφάνωτος
—
αρθρίδιο
—
συγκεκριμενοποιούμαι
—
κεντιά
—
ώ
—
δακρυαγωγός
—
απερικάλυπτος
—
εφευρετικότητα
—
εθισμός
—
τονικότητα
—
απρόδοτος
—
μετρική
—
φλούδάτος
—
προσβεβλημένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве