|
το автограф #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово автограф? — αυτόγραφο как с (ново)греческого переводится слово αυτόγραφο? — автограф — βουρδουλακιάζω — ιδεολογικός — απακεττάριστος — σεμινάριο — απροφάσιστος — αυτοκατευθυνόμενος — βελτιωτικός — γηροκόμειο — ζηλώ — ιεροεξεταστικός — έδηξα — βυθοσκόπηση — διοσμαρίνι — αρωματικό — ψέλνω — γαμβροθήρας — παπουτσής — κωλογάμητος — φυλασσόμενος — ξεμαυλίστρα — ανατροπή |
|||