αυτόγραφο

формы словаβ
αυτόγραφο
το автограф



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово автограф? — αυτόγραφο
как с (ново)греческого переводится слово αυτόγραφο? — автограф


βουρδουλακιάζωιδεολογικόςαπακεττάριστοςσεμινάριοαπροφάσιστοςαυτοκατευθυνόμενοςβελτιωτικόςγηροκόμειοζηλώιεροεξεταστικόςέδηξαβυθοσκόπησηδιοσμαρίνιαρωματικόψέλνωγαμβροθήραςπαπουτσήςκωλογάμητοςφυλασσόμενοςξεμαυλίστραανατροπή




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit