|
το пирушка, попойка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пирушка? — ζιαφέτι как на (ново)греческом будет слово попойка? — ζιαφέτι как с (ново)греческого переводится слово ζιαφέτι? — пирушка, попойка — δωδεκαρίτες — κινησιοθεραπευτής — βαρβαριστί — βόρειας — μεφιστοφελικός — Ιταλός — ξεπλυμένος — χαλύβωση — στοματορραγία — προικοδοτώ — αγαθοεργώ — αρτηρίδιο — ταξιθέτης — επεξεργαστικός — κόντες — λάσπωμα — αταβισμός — ερμηνεία — κρανίο — επιναυπηγός — άταφος |
|||