|
Немедленно, безотлагательно #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово άμεσα? — — συνήγορος — αναβοσβύνω — πόνοι — αιφνιδιασμός — αργύρωμα — μαλαχτικό — εκτομέας — φωτοστέφανο — φαντασιώδης — σουγιαδάκι — νεύρο — εννεαμελής — κολλητερό — σιδηροτροχιά — πρανής — σκερτσόζος — τσακίδια — τρίγλη — πρεσβευτής — γαμψός — οξειδωτικός |
|||