Новогреческий словарь
άμεσα
άμεσα
Немедленно, безотлагательно
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
άμεσα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
λαδόπανο
—
επιτάττω
—
γεμάτα
—
αδιαλυτότητα
—
ανεπίληπτος
—
ξεπαλιώνω
—
κυλώ
—
θεϊκός
—
πάγουρος
—
άργητα
—
κυβερνείο
—
κινητοποιούμαι
—
διαδοχή
—
αλαφροσύνη
—
ανώφλι
—
παρασόλι
—
αγουρίδι
—
αγώνιαστος
—
γεροντολογία
—
στουμπανίζω
—
απλόχερης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве