άμεσα

формы словаβ
άμεσα
Немедленно, безотлагательно


#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово άμεσα? —


συνήγοροςαναβοσβύνωπόνοιαιφνιδιασμόςαργύρωμαμαλαχτικόεκτομέαςφωτοστέφανοφαντασιώδηςσουγιαδάκινεύροεννεαμελήςκολλητερόσιδηροτροχιάπρανήςσκερτσόζοςτσακίδιατρίγληπρεσβευτήςγαμψόςοξειδωτικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit