Новогреческий словарь
σμπάρο
σμπάρο
το
выстрел
;
===
μ' ένα ~ δυό τρυγόνια — [phrase]одним ударом двух зайцев убить[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
выстрел
? —
σμπάρο
как с
(ново)греческого
переводится слово
σμπάρο
? — выстрел
#
(ново)греческий словарь
—
επαγγελματισμός
—
σπανακόσουπα
—
αμελοποίητος
—
προσυνεννόηση
—
ρισκάρω
—
πτέρινος
—
αιμοστάτης
—
αναλωθείς
—
αναπτερογίζω
—
αυγούλα
—
ανάτριχος
—
τρομοκρατώ
—
δραπετεύω
—
γαντζιά
—
νανουριστικά
—
πρόσρηση
—
ισονέφελος
—
αδουλεψιά
—
θεσιθηρία
—
χύδην
—
σκάρτο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве