Новогреческий словарь
τραγανός
τραγανός
1)
хрящевой
;
2)
хрустящий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
хрящевой
? —
τραγανός
как на
(ново)греческом
будет слово
хрустящий
? —
τραγανός
как с
(ново)греческого
переводится слово
τραγανός
? — хрящевой, хрустящий
#
(ново)греческий словарь
—
αφροστεφής
—
στειροχωρίζω
—
γαλακτοσάκχαρο
—
νοσογόνος
—
μυγάκι
—
σαλιάρης
—
ερυγμός
—
σταφυλοζάχαρο
—
επιδέξια
—
ηλεκτροπληξία
—
αεριαγωγός
—
εδράζω
—
δημαγωγικός
—
κατασχετήριος
—
αγούρμαστος
—
αρτόκρεας
—
συνιστώσα
—
διαριθμώ
—
βερβέρα
—
απαγορευμένος
—
βιβλιολατρεία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве