Новогреческий словарь
λευκωματοειδής
λευκωματοειδ|ής
белковый, похожий на белок
;
~είς ουσίαι — белковые вещества, протеины
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
белковый
? —
λευκωματοειδής
как на
(ново)греческом
будет слово
похожий на белок
? —
λευκωματοειδής
как с
(ново)греческого
переводится слово
λευκωματοειδής
? — белковый, похожий на белок
#
(ново)греческий словарь
—
προικοδότηση
—
μπουζουκτσής
—
φρικίασις
—
διακοσαριά
—
γαλακτοβουτυρόμετρο
—
σημαντικότητα
—
επισκοπή
—
οξυοσμία
—
ψευδομάρτυρας
—
βουτυρόγαλα
—
χαλκόύργίική
—
κατάκορφα
—
σκυθρωπασμένος
—
ξεκουμπίζομαι
—
ευχητικός
—
δεκάχρονα
—
καλοεξετάζω
—
Αυγουστής
—
σφιχτήρας
—
στενοχωρέω
—
λεμπλεμπί
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,