Новогреческий словарь
αναισθητίζω
αναισθητίζω
мед.
анестезировать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
анестезировать
? —
αναισθητίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναισθητίζω
? — анестезировать
#
(ново)греческий словарь
—
τούνελ
—
χαζομπαμπάς
—
φουχτίζω
—
ψιλικατζής
—
λεύκωμα
—
περδικόπουλο
—
κυμβαλιστής
—
αργανέλλο
—
σίζων
—
φυσούνα
—
αμετάλλαχτος
—
κονταρόξυλο
—
αγύμναστος
—
αντικειμενιστής
—
πρόσπαππος
—
επικονιασμός
—
καταρράχτης
—
γούνναρης
—
συγκατάθεση
—
αδαμαντόδετος
—
παραπλανάω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве