|
мед. анестезировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово анестезировать? — αναισθητίζω как с (ново)греческого переводится слово αναισθητίζω? — анестезировать — μπρος — αναριεύω — ψηφίδα — προφυλάκιση — αδιαφανής — προπληρωτέος — ντροπαλά — ηλιοστάλαγμα — απανεμίζω — φάσκιωμα — δικαιοκρίτης — ρόδισμα — ευερμήνευτος — μικρομύτης — πηχτός — βιδιάζω — οινοποιήσιμος — μελισσοβότανο — αντικατηγορώ — αμετροεπής — ξινολάπατο |
|||