|
целый, невредимый; неампутированный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово целый? — ανακρωτηρίαστος как на (ново)греческом будет слово невредимый? — ανακρωτηρίαστος как на (ново)греческом будет слово неампутированный? — ανακρωτηρίαστος как с (ново)греческого переводится слово ανακρωτηρίαστος? — целый, невредимый, неампутированный — αορτηρούχος — δίκρουνος — καβαλλικευτά — αγαλματοποιητική — εργατοπατέρας — υγειονομία — ξεδιπλώνω — αστένωτος — ακριτολόγημα — λιγωμάρα — ακριβοζυγιασμένος — Στερεοελλαδίτης — ονυχοπτωσία — αρνόκουρα — μοσκομυρίζω — γιός — ιχνευτής — γυναικίτι — περικόχλιο — βερεμιάζω — σέβασμα |
|||