|
(-ατός) τό обёртка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обёртка? — εντύλιγμα как с (ново)греческого переводится слово εντύλιγμα? — обёртка — διέδραμον — πρωτόστροφος — λιθανθρακωρυχείο — ποδιστά — διακόνισσα — φυσικά — πρωτοδιορισμένος — παραδεκτός — φιλοσκωμμοσύνη — σκυρόδεμα — δικαιολόγηση — ακαθοδήγητος — τριανταένα — γγιάω — ρετσινολαδιά — νοικάτόρισσα — αναγεννήτρια — εξυπηρετικότητα — μπράντα — πεζογραφικός — στεαρίνα |
|||