Новогреческий словарь
εντύλιγμα
εντύλιγμα
(-ατός) τό
обёртка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
обёртка
? —
εντύλιγμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
εντύλιγμα
? — обёртка
#
(ново)греческий словарь
—
μεσοσπονδύλιος
—
αντισημιτισμός
—
εκτρωτικός
—
εξουθενώνω
—
κακομοιριασμένος
—
αλληλομαχώ
—
άπτωτος
—
αστροπελέκι
—
επιφράσσω
—
γεννητούρια
—
αντισταθμιστής
—
παίζομαι
—
μοτοσυκλετικός
—
κρεμάω
—
αρχηγείο
—
ακριβοκοιτάζω
—
φλογαγωγός
—
άπρακτος
—
αεροθλίπτης
—
καταπτοώ
—
παραλλαγμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве