Новогреческий словарь
διάρμισμα
διάρμισμα
το
уборка
(помещения);
подметание
(пола)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
уборка
? —
διάρμισμα
как на
(ново)греческом
будет слово
подметание
? —
διάρμισμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
διάρμισμα
? — уборка, подметание
#
(ново)греческий словарь
—
πολυκαιρίτικος
—
ευθειοποιώ
—
εύφλεκτος
—
πετράς
—
κανονιέρης
—
κολπίσκος
—
χλωροτύρι
—
αρνόγλωσσο
—
χερούκλα
—
καυτήρι
—
αποπληθωρισμός
—
πιόσιμο
—
γελοιογραφία
—
μεταφραστός
—
αυταρχία
—
αλαργεύω
—
τενεκετζής
—
στεναχωρημένος
—
διευθυντήρια γραμμή
—
αραιότητα
—
μαθηματάκι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве