|
ο инженер-механик; ~(-σχεδίαστής) — инженер-конструктор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово инженер-механик? — μηχανολόγος как с (ново)греческого переводится слово μηχανολόγος? — инженер-механик — κορόμηλο — εγγενής — διηγηματογράφος — υπόκλιση — άφραστος — αμπελοφύλακας — λαμπρεύω — παππουδίστικος — υδρολύσιμος — στομίδα — συμπαίκτης — δίσκος — χοιρίδιο — ανακτίζω — βουνάκι — ασπροσίτικος — είσαστε — τετραπέρατα — σταυροειδής — αναβαθμίς — συναυξάνω |
|||