|
η в разн. знач. туалет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово туалет? — τουαλέττα как с (ново)греческого переводится слово τουαλέττα? — туалет — καταχρηστικά — εμπρεσσιονιστής — διάζομαι — αφιλοθεΐα — ασύνετος — ξεκαρδίζω — λωλαμάρα — σομμιέ — λοξοδρόμηση — πετρελαιοθήκη — ευθυδικία — αγιωτικά — σύναπαντιούμαι — ευρίσκω — μονοπυρήνωση — πονώ — μαθητός — λαϊκάντζα — ευφράδεια — επιρρίπτω — αντιμιλώ |
|||