|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κατώφλιον? — — αχόλιαγος — έγκωπον — πυρηνοκίνητος — αβελόνιστος — ταμπεραμέντο — χρυσόκονις — κάππαρη — ορθό — λιγώνομαι — ευρωπαίζω — ξεμεσημεριάζω — παρακαλάω — παραπέρα — απροσωπόληπτον — παρευρίσκομαι — κασετίνα — βιβλιοδεσία — ασπρογέννης — αργιλόχωμα — κοκόλιπος — τραγίλα |
|||