|
η молитва; λέω или κάνω τήν ~ μου — молиться; === νηστεία καί ~ — жизнь полна лишений #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово молитва? — προσευχή как с (ново)греческого переводится слово προσευχή? — молитва — καντηλάκι — βρακώνομαι — αξέφραστος — αναπολητικός — πλαστογράφημα — παραστεκάμενος — εμφύσηση — ξεφύλλισμα — σερβιτσάλι — αραβοσιτόφυλλο — μνηστευμένος — αντιφλογιά — μπασκετμπολίστρια — αποτράχυνση — γυαλάδικο — τυμβωρυχίο — λαθροϋλοτόμος — αναλώσιμος — τρισδιάστατος — γούρμος — αδήλωτος |
|||