|
подъёмный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подъёмный? — ανυψωτικός как с (ново)греческого переводится слово ανυψωτικός? — подъёмный — δυσλεξικός — μητριά — αρματολίκι — καλαμπούρι — μπατάρω — λεττονικός — τρίχρονος — ξεκουρδίζω — δεμοτοποιός — κακότυχος — χαρτονόμισμα — βακτηριολογικός — άραγες — πτηνοπωλείο — τοιχωρυχώ — αποκαρωμένος — αλευροειδής — αιμολυτικός — υπακούω — δαμαλίδα — στανταρτοποιώ |
|||