Новогреческий словарь
ανυψωτικός
ανυψωτικός
подъёмный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
подъёмный
? —
ανυψωτικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανυψωτικός
? — подъёмный
#
(ново)греческий словарь
—
κονίστρα
—
απανωτιάζω
—
όλως
—
τερεβινθέλαιο
—
αντιστρέφω
—
ασοβάτιστος
—
μεγάλυνση
—
φαντάζω
—
ατασθαλία
—
συντασσόμενος
—
αλγεινότητα
—
αχινός
—
ουτοπικός
—
πεντάωρος
—
πολυθρόνα
—
μασχαλιαίος
—
θεόφτωχος
—
εξόρμηση
—
ελευθεροτυπία
—
κοκκινιά
—
τουρλού
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,