|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αγαθόφρων? — — καρυδόξυλο — μαονένιος — ξέσπασμα — υπενδύω — δάρμα — ανακολλώ — παραβατικός — πιστεύω — επαινοθήρας — ανυψωτικός — μηλοροδακινιά — βράχνα — στασίασμός — κουτσουριάζω — απεκείθε — δωροδοκώ — ακατάγγελτος — αναζωογονητικά — μεσοσαράκοστα — βαθμηδόν — μηλόκρασο |
|||