|
το 1) трезубец; 2) вилы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово трезубец? — τρικράνι как на (ново)греческом будет слово вилы? — τρικράνι как с (ново)греческого переводится слово τρικράνι? — трезубец, вилы — θαλπωρή — εκτόπλασμα — χρονολόγηση — μοναδιαίος — διπλανός — πρωτόγραφο — ζύμωση — αντίληψη — δαμάσκο — σουρεαλισμός — συνθήκη — εγκαυστής — σκοτεινότητα — ψαλτικά — γαλάζια — αγγουρόνερο — ρόκα — ξαρμπουρίζω — απρόλογος — στεγάσιμος — σελέμισσα |
|||