|
η 1) подряд; 2) ирон. флирт, ухаживание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подряд? — εργολαβία как на (ново)греческом будет слово флирт? — εργολαβία как на (ново)греческом будет слово ухаживание? — εργολαβία как с (ново)греческого переводится слово εργολαβία? — подряд, флирт, ухаживание — αχόλιαστος — ανεπίληπτος — φθονερός — λογοτέχνης — ειδήμων — λατινόφρων — διασταλάζω — αρωματικό — μουσαμαδένιος — γονάτισμα — διαδέχομαι — νηκτικός — ανασαλεύω — αγριοθώρημα — ζευγαριάζω — μεσούρανα — αντιπαραδίδω — γενίκεψη — επιλαμβάνομαι — φθογγογραφικός — μισθολόγηση |
|||