|
1) прозрачный; 2) ясный, чёткий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прозрачный? — διάφανος как на (ново)греческом будет слово ясный? — διάφανος как на (ново)греческом будет слово чёткий? — διάφανος как с (ново)греческого переводится слово διάφανος? — прозрачный, ясный, чёткий — αλοιφόπιττα — λερώνομαι — ασκητεία — κοσκίνισμα — ευταμίας — σκουληκομυρμηγκότρυπα — μετεωροσκοπικός — αύριο — ακακοφόρμιστος — κακόβολος — χαυλιόδοντας — ευνοϊκά — κλινάμαξα — μικροκάμωτος — ξυλοτόμος — αναπτύσσω — αυτουργία — υδροσκοπική — τσόκαρο — στερεύομαι — χελωνίσιος |
|||