|
геод. производить триангуляцию #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово производить триангуляцию? — τριγωνομετρω как с (ново)греческого переводится слово τριγωνομετρω? — производить триангуляцию — σκορπάω — ξεχνιούμαι — σταλαχτός — αδιάνυτος — πλακοστρωμένος — συντροφικάτα — λούσσο — ξεσκάλισμα — δόμηση — θρυλείται — αδρομος — αλληλεπίδραση — υποτόπωση — προσέδραμον — αναβατός — άλτης — αδιάλυτα — καλτσάκι — ψιλολόγιά — γελάδι — νερούλιασμα |
|||