|
χοανο #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χόανο? — — οιναγορά — μαλακότητα — αορτεύς — λεγενόμπρικο — χαλάλι — αραιοκατοικημένος — εξήψα — διύγρανση — συζητήσιμος — παρκάρισμα — προσκύρωση — κτύπος — μοτός — αποχρωματίζω — χώλ — ανθώ — επισκύνιον — κουρμάς — ποτηροθήκη — μαλακωσύνη — δενδροφθορά |
|||