|
(слишком сильно) натягивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово натягивать? — πολυτεντώνω как с (ново)греческого переводится слово πολυτεντώνω? — натягивать — γνεφολογώ — πραγμάτωση — γεωκτήμων — πάνδεινα — υπουλότητα — εξεικονισμός — αδιάπαοστος — πλακάκι — επισφραγιστικός — πολυμέρεια — μεταγωγικός — αμετρολογία — μνηστευτικός — εξώστεγον — έμπληση — ντήζελ — νόννα — γοργοπέραστος — μελισσολόι — θυμιατήριο — καταχανάς |
|||