|
Абсолютно #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово απολύτως? — — γκρεμά — σάλος — νεοφασίστας — αυτοερωτεύομαι — αγγελοκόβω — ανάπτυγμα — βουργιάλι — γελόκλαμα — γκριζομάλλης — βέλτιστος — αποτρελαίνω — πετραδερός — αντιουδαϊσμός — εβένινος — νεογνολογία — κεντροφόρος — λοξυγγιάζω — αξιωματούχος — πρωτοχρονιά — ταχυπορώ — αντιγραφικά |
|||