Новогреческий словарь
διώρυγα
διώρυγα
η 1)
канал
;
2)
ров
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
канал
? —
διώρυγα
как на
(ново)греческом
будет слово
ров
? —
διώρυγα
как с
(ново)греческого
переводится слово
διώρυγα
? — канал, ров
#
(ново)греческий словарь
—
έλιπον
—
κατουριέμαι
—
ψάχνομαι
—
περισκελίς
—
καμηλίσιος
—
επικοινωνιολόγος
—
χλωρόκλαδο
—
επίλοιπο
—
αντεπαναστατικώς
—
πετάλωμα
—
θυμίαση
—
κλώστρια
—
χωρισιά
—
κοσμοσωτήρας
—
δακρύω
—
θρασίμι
—
φηρηκιά
—
ανοσοποιητικός
—
προσκυρώνω
—
αλλόκοτος
—
ταράζομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,