|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σακοράφα? — — ακαδημαϊσμός — εδρον — ωτόρροια — αντικομμουνιστής — μελισταγής — μυθοπλαστικός — σμηνίτης — ραφτός — νομοδιδάσκαλος — χωρώ — ξαφριστήρι — εμβρυολογία — τρυπώ — επιμηκύνω — μιά — αμπελόφυλλο — ξιφολόγχη — ανεξαγόραστος — πυγαίος — πενηντάρικος — προαπαντώ |
|||