|
η 1) жеребёнок; 2) ослёнок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жеребёнок? — πουλάρι как на (ново)греческом будет слово ослёнок? — πουλάρι как с (ново)греческого переводится слово πουλάρι? — жеребёнок, ослёнок — κονιδιάζω — συναρμολογώ — τουρκοκρατούμαι — αναγκαιότητα — ανετάθην — αξιότητα — διηθητικός — ιστορικά — φατριασμός — τελεσφόρος — ανεπίπλωτος — δημοκοπικός — ναρκομανής — αμυγδαλεών — αλφάβητο — αποστρατεύω — φοράω — διαφανής — βλεννικός — αγγούρι — μπνμπίκι |
|||