Новогреческий словарь
αλυσόδετος
αλυσόδετ|ος
закованный в цепи
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
закованный в цепи
? —
αλυσόδετος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλυσόδετος
? — закованный в цепи
#
(ново)греческий словарь
—
γλειμμένος
—
παραμυθολογώ
—
καλλιτεχνικός
—
ζουζουνίτσα
—
δελτιογράφος
—
Τουρκάλα
—
οπισθοφυλακή
—
βρακοζώνα
—
χαρτοβιομήχανος
—
τσάκω
—
ρόταρυ
—
μελοποιία
—
χαμοκέρασο
—
ανεξήγητος
—
άχνουδος
—
μονοσάνδαλος
—
αρμπιρόζα
—
φραγκοπαναγιά
—
ετερόφυλλος
—
ανθυποφροντιστής
—
αζούπιστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве