|
апельсинового цвета, оранжевый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово апельсинового цвета? — πορτοκαλής как на (ново)греческом будет слово оранжевый? — πορτοκαλής как с (ново)греческого переводится слово πορτοκαλής? — апельсинового цвета, оранжевый — παγκάρι — λιόπρινο — λεπτεπίλεπτος — αμόλευτος — ιχνευτής — κρεουργώ — χαμαλίκι — στεάτωση — αποσυνάπτω — γλωσσοδίφης — θαμνώδης — τοματοχυμός — σπαραγγόσουπα — δορυφορώ — δύσχρηστος — ηλεκτροακουστική — ηλεκτροφυσιολογία — απείσμωτος — Ολλανδή — κουρτινόξυλο — κατάπλωρος |
|||