|
выщипывать пух #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово выщипывать пух? — αποπτιλώνω как с (ново)греческого переводится слово αποπτιλώνω? — выщипывать пух — κρεμμύδι — λογυρίστρα — αποθαλασσιά — συγχωρητήριον — προσήνεμος — Ρ — νυστάζω — αντικαταναλωτικός — κάλλος — χαιρέκακα — επταετία — ολοκληρωτικούς — κοινάτο — σύνδεμα — επιχώνω — προέλαση — γαριδομάτης — φωνογραφία — υπερρεαλισμός — αιματόχρωμος — μελετημένος |
|||