Новогреческий словарь
ενήγαγα
ενήγαγα
αόρ. от ενάγω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενήγαγα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ακλήρωτος
—
βάτος
—
προϋπολογίζω
—
λεπτοκάρυο
—
ζούρλα
—
κόπτομαι
—
ξαλλάζω
—
φυτογραφικός
—
μεγαλεπήβολος
—
συναυτουργός
—
αναβιώνω
—
γερμανόφωνος
—
ιταμά
—
καλοχρονίζω
—
παραπάνου
—
άπλωση
—
ανομιμοποίητος
—
αμαρκάριστος
—
δόλιος
—
ιδίως
—
έλξη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве