Новогреческий словарь
αδέσποτο
αδέσποτο
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αδέσποτο
? —
#
(ново)греческий словарь
—
περισταλτικός
—
φασουλοταβάς
—
σείστρο
—
οξυοσφρησία
—
στροβιλοκινητήρας
—
κοσμηματογραφία
—
χρωμοφωτοτυπία
—
αριστερόστροφος
—
κολακεύομαι
—
ούτω
—
βοηθημένος
—
Πορτογάλλος
—
επτάμηνο
—
αρχειομαρξισμός
—
κομμάρα
—
σέρνομαι
—
άλλαξη
—
υποδηματοβιομήχανος
—
πάντως
—
σωτήριος
—
πεοθηλασμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,