|
η оптика #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оптика? — οπτική как с (ново)греческого переводится слово οπτική? — оптика — μοτοσυκλέτα — σκατόψυχος — ανυφαίνω — ερράθην — κοινωφελές — ύστερον — ηγουμενεύω — πανταλόνι — σάστισμα — αρρόγευτος — ποδεσιά — βλάκας — άγουρος — απιθανότητα — δένω — κέραμος — απομώρανση — πορνογραφώ — μαχητικότητα — αμετάκλητα — περιπτωσιολογία |
|||