|
1) единственный (о ребёнке); 2) бот. однополый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово единственный? — μονογενής как на (ново)греческом будет слово однополый? — μονογενής как с (ново)греческого переводится слово μονογενής? — единственный, однополый — κουτσαβάκικος — τριμμένος — κατασιγαστήρας — αλληλοδιαδοχή — τουρκουάζ — οδομετρία — δυσκολογνώριστος — θεμιτός — σκαρπίνι — καριολόπουστας — ζωέμπορος — αποσχηματίζω — σειώ — μαρμαροθέτημα — αλευρέμπορας — σκιαμαχώ — πυοδερμία — προλεταριοποίηση — κρασωμένος — μεταλλακτήρας — ξηροφαγία |
|||