|
η дурнушка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дурнушка? — ασχημούλα как с (ново)греческого переводится слово ασχημούλα? — дурнушка — ψέλλιον — τυφλογενής — εικονογραφώ — εριοπαραγωγός — λοχίας — πατήρ — δετικός — βρουκολακιάζω — κοτζάμπασης — κολυμβητικός — αιματοπότις — ολοένα — θηλαστικά — εμβόλιμος — εξυπηρετώ — υποψία — σκορπίζω — δράστις — αμόλευτος — προϊδεαστικά — ηγεσία |
|||