Новогреческий словарь
τρελούτσικος
τρελούτσικ|ος
придурковатый; тронутый
(прост.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
придурковатый
? —
τρελούτσικος
как на
(ново)греческом
будет слово
тронутый
? —
τρελούτσικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
τρελούτσικος
? — придурковатый, тронутый
#
(ново)греческий словарь
—
μερλίνο
—
απόστροφος
—
προξενιά
—
δεκαεπταετία
—
πολυτίμως
—
αξιοθαύμαστος
—
ανάξεση
—
νοσοφόρος
—
καλογεννημένος
—
κερατιάτικα
—
ατσαλόστομος
—
αφουγκράζομαι
—
χαλάλι
—
χαϊδολογώ
—
δόσιμο
—
διατρέχω
—
άγαντα
—
νεωτερικότητα
—
φυσιολογικός
—
παρονομάζομαι
—
προπαραλήγουσα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве