|
η знамя, флаг; σηκώνω ~ — а) восставать; бунтовать; б) выходить из повиновения, не подчиняться; ο καθένας έχει τήν ~ του — [phrase]у каждого своя дорога[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово знамя? — παντιέρα как на (ново)греческом будет слово флаг? — παντιέρα как с (ново)греческого переводится слово παντιέρα? — знамя, флаг — ερείπωση — θερμίδα — εκβολή — μουστόγρια — καριολόπουστας — αναπλημμυρίζω — καρτερικότητα — κρύσταλλος — ακραιφνής — εξοφλητήριο — ουτιδανός — στάνταρτ — χαλάστρα — συμπλοιοκτήτης — άργητα — οφθαλμιατρείο — χασισοπότης — αρτοβιομηχανία — αντεκδικούμαι — σπεκουλάρισμα — αποπτύω |
|||