|
το чистилище #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чистилище? — πουργκατόριο как с (ново)греческого переводится слово πουργκατόριο? — чистилище — βεβηλώνομαι — Πολωνέζα — ανταπόδειξη — εξάπλευρος — θήλαστρο — μερικό — Κοσσυφοπέδιο — εγχύσιμος — αψιδιά — εξουθενώνω — βεντάγια — κουμπούρα — αδειούχος — καβαλητά — θηριώδης — ακρίδα — κουφόνους — γαιοσκώληξ — παρκάρω — τσαμπουνάω — συνοφρύωμα |
|||