|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ψιαθοπλόκος? — — Ιρλανδέζα — βαθύρριζος — άπελπις — μαναράκι — επιπεφυκίτις — περιποιητικός — γλωσσομάθεια — χερσάδα — επίχωμα — συμπεριφορά — θύλαξ — αυγατώ — ψαρωτικά — αγορίνα — γκιάω — χυμευτός — κιβωτιάκι — κανάλι — δέντρωμα — μετοικεσία — αιτιώδης |
|||