|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λυράκι? — — Αφρικανός — χρυσούς — εντεροειδής — ημιόριο — νηπιάζω — συστηματικότητα — κουρτινόξυλο — ξεφτέρι — απειλή — πατσός — μηλοπέπονο — βιοπαλαίω — ένυδρος — κόλλημα — αποβοήθειο — αλάργα — τηλέγραφος — ουροποιητικός — επίδικος — σιδερόφρακτος — φορμαρισμένος |
|||