|
το 1) гром, грохот; 2) раскат (грома, орудия) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гром? — μπουμπουνητό как на (ново)греческом будет слово грохот? — μπουμπουνητό как на (ново)греческом будет слово раскат? — μπουμπουνητό как с (ново)греческого переводится слово μπουμπουνητό? — гром, грохот, раскат — χυμικός — χηνάρης — πλεγματικός — κοκεταρίζομαι — οσφυικός — αψεγάδιαστος — οπτόμετρο — κλώστρια — παράπηγμα — γαστροκνημία — έγχριση — κουτί — αποδυναμωτικός — ψυχολάτρης — κάλαθος — ραφιδογραφία — μπεζεβέγκισσα — αποσταφιδιάζομαι — ψυχοπλακώνομαι — Μαδάρα — βασισμένος |
|||