|
птицеводческий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово птицеводческий? — πτηνοτροφικός как с (ново)греческого переводится слово πτηνοτροφικός? — птицеводческий — νιόβλαστος — αρχιερωσύνη — γλινερός — τουφεκιοφόρος — πλέον — βρογχοσκόπία — αχλύς — βέρτζινος — κοκκορεύομαι — κλάδο — αεριοωθούμενο — πλόκαμος — υδροφοβικός — γονιμότητα — καταχωνιάζω — διαλλακτικότητα — αγοροφέρνω — τάππωμα — αναβοσβύνω — αλευροποιώ — ανωνυμία |
|||