|
η безобразие, уродливость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово безобразие? — δυσμορφία как на (ново)греческом будет слово уродливость? — δυσμορφία как с (ново)греческого переводится слово δυσμορφία? — безобразие, уродливость — περιδέω — φυρί-φυρί — ατιμωρητί — Τσεχοσλοβακία — μογεριά — πέννα — πρωτεϊνοθεραπεία — αιχμαλωσία — αναπόδραστος — κλειδοκυμβαλιστής — ανεμοσκεπής — κατάπτωση — υπερακοντίζω — οινοπνευματοποιός — πορφυροβαφής — βαττολόγος — βλαστοφόρος — παρονομάζω — δωσιδικία — οδοιπορικά — ρυζόχαρτο |
|||