|
η в разн. знач. морфология; ~ τού εδάφους — рельеф #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово морфология? — μορφολογία как с (ново)греческого переводится слово μορφολογία? — морфология — ωόγολα — γιατρός — ασύφταγος — σοφιστική — εύοσμος — αραβική — άνοστα — φοινίκων — έγκαιρα — αυτοβιογράφος — χρωματοποιός — επιτηδεύομαι — μιλιόνι — ανακαλώ — μάγκας — υπερπροστατευτικά — βακχευτής — παραδεχτός — αδερφομοιράδι — χιλιοευχαριστώ — βρεφοκόμος |
|||