|
швейцарский; ~ τυρός — швейцарский сыр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово швейцарский? — ελβετικός как с (ново)греческого переводится слово ελβετικός? — швейцарский — σύντονος — αναβολιά — λάθυρος — τελευταίος — γειτονοπούλα — αυτόπτρις — κερδεύω — ζώδιο — βουστάσιο — ηλεκτρομηχανή — πείθομαι — κλώθω — πυρηνίνη — ανακλίνω — δώθενε — διεκροή — περιφερής — αφλύκταινος — ολολυγή — εστίαση — μερισματαπόδειξη |
|||