Новогреческий словарь
οπωρικό
οπωρικό
το 1)
фрукт; плод
;
2) мн.ч.
фрукты
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
фрукт
? —
οπωρικό
как на
(ново)греческом
будет слово
плод
? —
οπωρικό
как на
(ново)греческом
будет слово
фрукты
? —
οπωρικό
как с
(ново)греческого
переводится слово
οπωρικό
? — фрукт, плод, фрукты
#
(ново)греческий словарь
—
ξεβίδωμα
—
συστεγάζομαι
—
οικοδέσποινα
—
διλογία
—
τουμπακοτσάμπουνα
—
βραχυκύκλωσις
—
ηθικολογώ
—
ευτελώς
—
αναξιοπρέπεια
—
ελευθεροτέκτονας
—
οστρακώδη
—
αδυναμία
—
παχουλούτσικος
—
καρδιοτομία
—
γκιώνης
—
ντροπαλός
—
δοκίμιο
—
ζευγαράκι
—
στράς
—
μαχαίρωμα
—
αφρόγαλο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω