|
η мед. гонорея, триппер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гонорея? — βλενόρροια как на (ново)греческом будет слово триппер? — βλενόρροια как с (ново)греческого переводится слово βλενόρροια? — гонорея, триппер — γαλακτίζω — αμαξουργείο — αλειμματοκήριον — φρονιμάδα — δαφνηφορώ — στατιστικός — ταχύνοια — επαναστατώ — καταπάτι — παρατηρήτρια — αντιχτυπιούμaι — λογοκλοπώ — βυσσινύ — διαλαμβάνω — ιωδιούχος — ακτιστος — ανακτορικός — Σεπτέμβρης — καραούλι — πετροβολάς — μαλλίνα |
|||