Новогреческий словарь
οδονταλγία
οδονταλγία
η
зубная боль
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
зубная боль
? —
οδονταλγία
как с
(ново)греческого
переводится слово
οδονταλγία
? — зубная боль
#
(ново)греческий словарь
—
θησαυροφύλακας
—
αρδίτσι
—
ντέφι
—
ναυλώτρια
—
αλληλοτραυματίζομαι
—
στηρίζομαι
—
εικοσαράκι
—
κατανεμητής
—
λειτουργικός
—
αναζευγνύω
—
σπινθηρισμός
—
συντηρητικός
—
ελαφρόνοια
—
υπερπυρεξία
—
καθολικά
—
επιτόκιο
—
βραδυγλωσσία
—
προσήλιος
—
μύκης
—
φέσι
—
συναγωνιστικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве