|
(αόρ. συνίζησα) оседать, опускаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оседать? — συνιζάνω как на (ново)греческом будет слово опускаться? — συνιζάνω как с (ново)греческого переводится слово συνιζάνω? — оседать, опускаться — πολίτευμα — ξανθωπός — χαμηλόβαθμος — λέρωμα — υπερπανσέληνος — φυσητήρας — βισμουθισμός — εμπλήρωση — σχοίνο — ανάβρα — λάβωμα — ΔΕΗ — γόης — λαμπαδηφόρος — κονγκρέσσο — πλύμα — επιλαρχία — απίκραντος — άσθμα — αχυροστρωνή — αγνωσιαρχία |
|||